- λειομύωμα
- Καλοήθες νεόπλασμα που προέρχεται από τους λείους μυς και περιέχει ποικίλο ποσοστό κολλαγόνου. Μπορεί να εντοπίζεται οπουδήποτε στο σώμα, συχνότερα όμως συναντάται στη μήτρα και έχει την τάση να αυξάνεται κατά την εγκυμοσύνη και να υποστρέφει κατά την εμμηνόπαυση. Βλ. λ. ινομυώματα.
* * *τοιατρ. καλοήθης όγκος που αποτελείται από λείες μυϊκές ίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leiomyoma < νεολατ. leiomyoma < leio- < λεῖος + myoma < μῦς].
Dictionary of Greek. 2013.